ἐμμένει

ἐμμένει
ἐμμένω
abide in
pres ind mp 2nd sg
ἐμμένω
abide in
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐμμενεῖ — ἐμμένω abide in fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐμμένω abide in fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐμμενής abiding in masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐμμενής abiding in masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμμονος — η, ο (AM ἔμμονος, ον) αυτός που εμμένει σε κάτι, επίμονος, σταθερός νεοελλ. φρ. 1. «έμμονη ιδέα» ιδέα που μένει διαρκώς στη συνείδηση τού ατόμου και επηρεάζει ολόκληρο τον ψυχικό κόσμο και τις αντιδράσεις του 2. «έμμονα αέρια» μη πτητικά αέρια 3 …   Dictionary of Greek

  • αρυμούλκητος — η ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ρυμουλκηθεί 2. εκείνος που εμμένει σταθερά στις αρχές του …   Dictionary of Greek

  • αυτογνώμων — αὐτογνώμων, ον (AM) μσν. αυτός που εμμένει στη δική του γνώμη, ο ισχυρογνώμονας αρχ. αυτός που ενεργεί κατά τη δική του κρίση ή βούληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γνώμη (πρβλ. αγνώμων, ετερογνώμων, ομογνώμων κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • λιπαρής — λιπαρής, ές (Α) [λιπαρώ] 1. αυτός που εμμένει, επίμονος, ακούραστος, ακαταπόνητος («εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ ὄντα περὶ τὰ λεγόμενα», Πλάτ.) 2. (για πράγματα ή καταστάσεις) συνεχής, διαρκής, αδιάλειπτος (α. «οὐδέν ἐλλείψουσι αὗται λιπαροῡς… …   Dictionary of Greek

  • μαχητής — ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM μαχητής, Α αιολ.τ. μαχαίτας, δωρ. τ. μαχατάς, λακων. τ. μαχατάρ και, κατά τον Ησύχ., μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, ίδος ή μαχῆτις ιδος) 1. αυτός που μάχεται με ανδρεία, ο θαρραλέος ή ορμητικός πολεμιστής («Τυδεύς τοι μικρὸς μὲν… …   Dictionary of Greek

  • σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… …   Dictionary of Greek

  • Ιερώνυμος ο εκ Πράγας — (1374 – 1416). Βοημός θεολόγος. Σπούδασε στην Κολονία, στη Χαϊδελβέργη, στο Παρίσι και στην Οξφόρδη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αγγλία ήρθε σε επαφή με τη διδασκαλία του Άγγλου μεταρρυθμιστή Βίκλεφ και έγινε φανατικός οπαδός του. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • σταθερός — ή, ό επίρρ. ά,1. ευσταθής, μόνιμος, αυτός που δε μεταβάλλεται: Οι τιμές παρέμειναν σταθερές. – Δεν είναι σταθερή η πολιτική κατάσταση. 2. αυτός που εμμένει σε κάτι: Δεν είναι σταθερός στη φιλία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”